πεζοναύτης

From LSJ
Revision as of 15:54, 8 March 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>ιδίως" to "<b>ιδίως")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source

Greek Monolingual

ο
1. ναύτης του πολεμικού ναυτικού που χρησιμοποιείται σε ειδικές πολεμικές επιχειρήσεις και κυρίως σε αποβατικά αγήματα
2. (στους Άγγλους και στους Αμερικανούς) μέλος του πληρώματος πολεμικού πλοίου που εκτελεί χρέη φρουρού στο πλοίο και στην ξηρά
3. (ιδίως στον πληθ.) οι πεζοναύτες
δυνάμεις του στρατού ξηράς, ειδικά εκπαιδευμένες για τη διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων, σε συνεργασία με το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία, που προορίζονται για την εξουδετέρωση προγεφυρωμάτων κοντά στις ακτές, για την κάλυψη της αποβατικής ενέργειας του όγκου τών επιτιθέμενων δυνάμεων, για την άμυνα θαλάσσιων ακτών και, τέλος, για την ασφάλεια λιμανιών και παράκτιων στόχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + ναύτης. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. πεζοναύται, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ἐφημερίς].