resistencia
From LSJ
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
Spanish > Greek
διαβολή, δυσένδοτος, δυσπάθεια, τὸ ἀντιβατικόν, τὸ ἀκοπίαστον, ἀλκή, ἀνθολκή, ἀντέρεισις, ἀντίβασις, ἀντίκρουσις, ἀντίπραξις, ἀντίπτωσις, ἀντίτασις, ἀντιστηριγμός, ἀντιτυπής, ἀντιτυπία, ἀντιτύπησις, ἀτασθαλία, ἄρτημα, ἐναντίωμα, ἔνστασις