διαύγιον

From LSJ
Revision as of 19:17, 3 April 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Oeffnung" to "Öffnung")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαύγιον Medium diacritics: διαύγιον Low diacritics: διαύγιον Capitals: ΔΙΑΥΓΙΟΝ
Transliteration A: diaúgion Transliteration B: diaugion Transliteration C: diaygion Beta Code: diau/gion

English (LSJ)

τό, vent, HeroSpir.1.18, al.; peephole, Procl.Hyp.3.16.

Spanish (DGE)

-ου, τό
respiradero, agujero δ. ἔστω ... ἐν τῷ κύτει τοῦ ῥυτοῦ Hero Spir.1.18, cf. 1.9, 35, 2.1, 13, 19, 28, Procl.Hyp.3.16.

German (Pape)

[Seite 609] τό, eine kleine Öffnung (διαύγεια), Hero.

Greek (Liddell-Scott)

διαύγιον: τό, =διαύγεια ΙΙ. Ἥρων Πνευμ. σ. 163,172, κτλ.

Greek Monolingual

διαύγιον, το (Α)
1. υποκορ. του διαύγεια, μικρή τρύπα, φεγγίτης
2. (ειδ.) τρύπα σε οχύρωμα κατάλληλη για κατόπτευση (Πρόκλ., Υποτύπωσις Αστρολογικών θέσεων).