πολιορκώ

From LSJ
Revision as of 17:07, 15 April 2023 by Spiros (talk | contribs)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407

Greek Monolingual

πολιορκῶ, πολιορκέω, ΝΜΑ
1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.)
2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά
νεοελλ.
περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση του
αρχ.
παθ. πολιορκοῦμαι, -έομαι
α) (για πλοίο) υφίσταμαι αποκλεισμό («περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον», Ισοκρ.)
β) (για ποταμό) περιφράσσομαι από πρόχωμα
γ) περιέρχομαι ή βρίσκομαι σε στενόχωρη κατάσταση («ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων», Πλάτ.)
δ) υφίσταμαι απόφραξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -ορκῶ μέσω ενός αμάρτυρου ον. πολιορκος (< πόλις + -ορκος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα -ορκ- της λ. ἕρκος «φραγμός», πρβλ. ορκάνη)].

Translations

besiege

Arabic: حاصر‎; Armenian: պաշարել; Asturian: asediar; Bulgarian: обсаждам, обкръжавам; Catalan: assetjar; Chinese Mandarin: 圍攻/围攻; Czech: obléhat; Danish: belejre; Dutch: belegeren; Finnish: piirittää, motittaa; French: assiéger; Galician: asediar, sitiar, cercar; German: belagern, einkesseln, umzingeln, umstellen; Greek: πολιορκώ; Ancient Greek: πολιορκέω; Hungarian: ostromol; Ido: siejar; Indonesian: mengepung; Italian: assediare; Latin: obsideo; Luxembourgish: belageren; Maori: pāhau, pakipaki, awhi, pōrohe, whakapae; Ngazidja Comorian: uzingiza; Norman: assiégi; Norwegian Norwegian Bokmål: beleire; Norwegian Nynorsk: omleire; Polish: oblegać; Portuguese: cercar, sitiar, assediar; Quechua: intuy; Romanian: împresura; Russian: осаждать, осадить; Scottish Gaelic: dèan sèist air; Slovene: oblegati; Spanish: asediar, sitiar, poner sitio; Swedish: belägra; Telugu: చుట్టుముట్టు; Turkish: kuşatmak; Ukrainian: обступати облогою, брати в облогу, облягати