κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
λινόκοκκος, ὁ (Μ)λινόσπορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].