μικτοβαρής
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Greek Monolingual
και μεικτοβαρής, -ές 1. αυτός που έχει μικτό, δηλαδή όχι καθαρό, βάρος
2. το ουδ. ως ουσ. το μικτοβαρές
το εμπόρευμα, στο βάρος του οποίου υπολογίζεται και το βάρος τών μέσων συσκευασίας
3. φρ. «μικτοβαρής στάθμιση» — ζύγισμα κατά το οποίο το βάρος του εμπορεύματος υπολογίζεται μαζί με το βάρος του δοχείου ή άλλης συσκευασίας μέσα στην οποία περιέχεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρός + -βαρής(< βάρος), πρβλ. λιποβαρής].