μικρόσαρκος
From LSJ
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, with little flesh, Xenocr. ap. Orib.2.58.81.
German (Pape)
[Seite 185] mit wenigem Fleische, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόσαρκος: -ον, μὲ ὀλίγην σάρκα, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 48.
Greek Monolingual
μικρόσαρκος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο κρέας, λίγη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπόσαρκος].