μελαγκράνινος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, plaited of rushes, Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-κραϊν- codd. in both places).
Greek Monolingual
μελαγκράνινος, -ον ή μελαγκράνιος, -ον (Α)
πλεγμένος από μελαγκρανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κράνινος και -κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περικράνιος].