νωτιαίος

From LSJ
Revision as of 08:40, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νωτιαῖος, -αία, -ον, Α ποιητ. τ. νωταῖος, -αία, -ον)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή βρίσκεται στα νώτα, δηλαδή στη σπονδυλική στήλη ανθρώπων και ζώων («νωτιαίος μυελός» — το τμήμα του κεντρικού νευρικού συστήματος που περιέχεται στον σπονδυλικό σωλήνα και αποτελεί συνέχεια του προμήκους μυελού)
νεοελλ.
φρ. α) «νωτιαία άκανθα» — το σύνολο τών ακανθωδών αποφύσεων τών σπονδύλων
β) «νωτιαία γάγγλια» — μικρά ατρακτοειδή σωμάτια από νευρικά κύτταρα τα οποία βρίσκονται μέσα στα μεσοσπονδύλια τμήματα
γ) «νωτιαία νεύρα» — μικρά νευρικά στελέχη που εκπορεύονται από τον νωτιαίο μυελό
δ) «νωτιαία φθίση» — η νωτιάδα φθίση
ε) «νωτιαία χορδή» — η νωτοχορδή
αρχ.
1. οπίσθιος
2. φρ. «νωτιαῖα ἄρθρα» — οι σπόνδυλοι της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. -ιαῖος / -αῖος (πρβλ. μετωπιαίος)].