ομού

From LSJ
Revision as of 08:46, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ ὁμοῦ, Α αιολ. τ. ὔμοι)
επίρρ.
1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμαἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)
2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ», Σοφ.)
2. (με δοτ.) α) μαζί με... («ὁμοῦ νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)
β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῦ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)
3. (για ποσό) εν όλω, στο σύνολο, με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι πάντες Ἀθηναῖοι», Δημοσθ.)
4. φρ. «ὁμοῦ καί» — ακριβώς όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμού)].