ομού
From LSJ
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμοῦ, Α αιολ. τ. ὔμοι)
επίρρ.
1. στον ίδιο τόπο, μαζί, αντάμα («ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος καὶ Θωμᾱς... καὶ Ναθαναήλ», ΚΔ)
2. μαζί, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, εκ παραλλήλου («παρῆν ὁμοῦ κλύειν πολλὴν βοήν», Αισχύλ.)
αρχ.
1. πλησίον, κοντά («ὁρῶ τάλαιναν Εὐρυδίκην ὁμοῦ», Σοφ.)
2. (με δοτ.) α) μαζί με... («ὁμοῦ νεκύεσσι», Ομ. Ιλ.)
β) εγγύτατα, πλησιέστατα («ὁμοῦ τῷ θανάτῳ ὄντας», Αιλ.)
3. (για ποσό) εν όλω, στο σύνολο, με στρογγυλό αριθμό («εἰσὶν ὁμοῦ δισμύριοι πάντες Ἀθηναῖοι», Δημοσθ.)
4. φρ. «ὁμοῦ καί» — ακριβώς όπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμός + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. μηδαμού)].