Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οδοντογλυφίδα

From LSJ
Revision as of 14:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes

Greek Monolingual

η (Α ὀδοντογλυφίς)
επίμηκες λεπτό και αιχμηρό στέλεχος, συν. ξύλινο, για τον καθαρισμό τών δοντιών από τα υπολείμματα τών τροφών
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) πολύ λεπτός σαν ξυλαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + γλυφίς, -ίδος (πρβλ. ωτογλυφίς)].