πασχάλιος

From LSJ
Revision as of 14:59, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / πασχάλιος, -ία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πάσχα, πασχαλινός
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το πασχάλιο(ν)
εκκλ. πίνακας με τις ημερομηνίες τών κινητών εορτών με βάση την ημέρα εορτασμού του Πάσχα
2. φρ. «έχασε τα πασχάλια του» ή «έχασε τ' αβγά και τα πασχάλια» — έχασε τον ειρμό της σκέψης, δεν ξέρει τί του γίνεται
νεοελλ.-μσν.
φρ. «Πασχάλιον Χρονικόν» — εκτενές χρονικό ανωνύμου το οποίο περιέχει κατά χρονολογική σειρά τα ιστορικά γεγονότα από κτίσεως κόσμου μέχρι το 629.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάσχα + κατάλ. -άλιος (πρβλ. νηφάλιος)].