κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
η, Ν1. πνιγηρότητα2. αποπνικτική ζέστη.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + κατάλ. -ούρα (πρβλ. θολούρα)].