πνιγούρα

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68

Greek Monolingual

η, Ν
1. πνιγηρότητα
2. αποπνικτική ζέστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πνίγ- του πνίγω + κατάλ. -ούρα (πρβλ. θολούρα)].