πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
ο
1. ο ξενύχτης, αυτός που γυρίζει άσκοπα ή διασκεδάζει τη νύχτα
2. ο καλικάτζαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρωρα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. συνορίτης)].