φιλοφάρμακος

From LSJ
Revision as of 15:10, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")

μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφάρμᾰκος Medium diacritics: φιλοφάρμακος Low diacritics: φιλοφάρμακος Capitals: ΦΙΛΟΦΑΡΜΑΚΟΣ
Transliteration A: philophármakos Transliteration B: philopharmakos Transliteration C: filofarmakos Beta Code: filofa/rmakos

English (LSJ)

ον, fond of drugs, Gal.16.322: in bad sense, Cat.Cod.Astr.8(4).158; τὸ φ. ἔθος Paul.Aeg.2.11.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ φάρμακα, Γαλην. τ. 16, σ. 322, ἔκδ. Kühn· ― τὸ φιλοφάρμακον Παῦλ. Αἰγ. σ. 36, 45.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει να παίρνει φάρμακα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοφάρμακον
η συνήθεια της λήψης φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + φάρμακον (πρβλ. εὐφάρμακος)].