ὑγροκέλευθος

Revision as of 15:25, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")

English (LSJ)

ον, A having wet paths, Τηθύς, Νηρηΐδες, Orph.H.22.6, 24.2; Ἰχθύες Max.62. II leaving a moist trail, κοχλίας Poet. ap. Ath.2.63b; so, perhaps, metaph., νεφέλαι Orph.H.21.3 (ὑδρο- codd.).

German (Pape)

[Seite 1171] im Nassen, im Wasser gehend, lebend, poet. bei Ath. II, 63 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγροκέλευθος: -ον, οὗ αἱ ὁδοί εἰσιν ἐν τῇ θαλάσσῃ, ἰχθὺς Μάξιμ. π. καταρχ. 62. ΙΙ. ὁ καταλείπων ὑγρὰ ἴχνη, κοχλίας Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 63Β· οὕτω δὲ ἴσως καὶ μεταφορ., νεφέλαι Ὀρφ. Ὕμν. 20. 3, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
1. (για ψάρι) αυτός που έχει υγρές οδούς, που πορεύεται και ζει μέσα στη θάλασσα και, γενικά, στο νερό
2. αυτός που αφήνει πίσω του υγρά ίχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + κέλευθος «δρόμος» (πρβλ. λοξοκέλευθος, χρυσοκέλευθος)].