Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
-ον / πολύκρεως, -ων, ΜΑ
αυτός που αποτελείται από πολλά φαγητά με κρέας (α. «πολύκρεος δίαιτα», Αναστ. Σιν.
β. «πολύκρεως εὐωχία», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κρεος / -κρεως (< κρέας), πρβλ. γλυκύκρεος, ηδύκρεως].