πυρίσπαρτος

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρίσπαρτος Medium diacritics: πυρίσπαρτος Low diacritics: πυρίσπαρτος Capitals: ΠΥΡΙΣΠΑΡΤΟΣ
Transliteration A: pyríspartos Transliteration B: pyrispartos Transliteration C: pyrispartos Beta Code: puri/spartos

English (LSJ)

ον, sowing fire, inflaming, δῆγμα APl.4.208 (Gabriel.).

German (Pape)

[Seite 823] Feuer säend, δῆγμα, Gabriel. ep. (Plan. 208).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
semé de feu, càd ardent.
Étymologie: πῦρ, σπείρω.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίσπαρτος: -ον, ὁ πυρὶ ἐσπαρμένος, ἢ ὁ σπείρων πῦρ, φλογίζων, δῆγμα Ἀνθ. Π. 208.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σπέρνει φωτιά, που εκπέμπει φλόγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σπαρτός (< σπείρω), πρβλ. αλίσπαρτος, σιδηρόσπαρτος].

Greek Monotonic

πῠρίσπαρτος: -ον (σπείρω), σπαρμένος με φωτιά, φλεγόμενος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πῠρί-σπαρτος, ον, σπείρω
sowing fire, inflaming, Anth.