νεκταροσταγής

From LSJ
Revision as of 16:50, 9 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4, $7$9]")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκτᾰροστᾰγής Medium diacritics: νεκταροσταγής Low diacritics: νεκταροσταγής Capitals: ΝΕΚΤΑΡΟΣΤΑΓΗΣ
Transliteration A: nektarostagḗs Transliteration B: nektarostagēs Transliteration C: nektarostagis Beta Code: nektarostagh/s

English (LSJ)

ές, (στάζω) dropping nectar, Ar.Fr.579, Eub.124.

German (Pape)

[Seite 238] ές, Nektar träufelnd, von edlem Wein, Eubul. bei Ath. I, 28 f.

Russian (Dvoretsky)

νεκτᾰροστᾰγής: струящий капли нектара (οἶνος Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

νεκτᾰροστᾰγής: -ές, (στάζω) ὁ στάζων νέκταρ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 563, Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 4.

Greek Monolingual

νεκταροσταγής, -ές (Α)
αυτός που σταλάζει νέκταρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νέκταρ, -αρος + -σταγής (< θ. σταγ- του στάζω, πρβλ. σταγῆναι), πρβλ. δακρυσταγής, μυροσταγής].