χαλκοφανής
From LSJ
English (LSJ)
ές, having the appearance of copper, Dsc.5.74.
German (Pape)
[Seite 1332] ές, vom Ansehen des Erzes oder Kupfers (?).
Greek (Liddell-Scott)
χαλκοφᾰνής: -ές, ὁ ἔχων τὴν ὄψιν τοῦ χαλκοῦ, φαινόμενος ὡς χαλκός, Διοσκ. 5. 84.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
χαλκοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. κρυσταλλοφανής, χρυσοφανής].