νεοβλαστής

From LSJ
Revision as of 10:30, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοβλαστής Medium diacritics: νεοβλαστής Low diacritics: νεοβλαστής Capitals: ΝΕΟΒΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: neoblastḗs Transliteration B: neoblastēs Transliteration C: neovlastis Beta Code: neoblasth/s

English (LSJ)

ές, = νεόβλαστος (sprouting afresh), Oppian. H. 1.735.

German (Pape)

[Seite 241] ές, = Folgdm, τέκνα νεοβλαστῆ, Opp. Hal. 1, 735.

Greek (Liddell-Scott)

νεοβλαστής: -ές, ὁ νεωστὶ βλαστήσας, μεταφορ., νεογενής, τέκνα νεοβλαστῆ Ὀππ. Ἁλ. 1. 735, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 231.

Greek Monolingual

νεοβλαστής, -ές (ΑΜ)
(για φυτά) αυτός που έχει βλαστήσει πρόσφατα
αρχ.
μτφ. (για πρόσωπα) ο νεογέννητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. πολυβλαστής].