προένεξις
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
προένεξις: -εως, ἡ, τὸ φέρειν ἐμπρός, παρουσίασις, ἐπαγωγή, Φώτ. ἐν Mai Coll. Vat. 1. 308. ― Κατὰ τὰ Α. Β. σ 743, 25, «προφορά, προένεξις· ὅρος τῆς ἀναγνώσεως ἔστιν οὗτος· τῶν ἐμμέτρως καὶ ἀμέτρως γεγραμμένων ἡ ἄπταιστος προένεξις καλλίστη ἐστὶν ἀνάγνωσις». ― Ἴδε Κόντου Λόγιον Ἑρμῆν τ. Ε΄, τεῦχ. Α΄, σ, 199 καὶ 200.
Greek Monolingual
-έξεως, ή, ΜΑ
μσν.
η προηγούμενη αναφορά σε κάτι
αρχ.
1. η παρουσίαση
2. η προφορά, ο τρόπος εκφώνησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-φέρω, πρβλ. αόρ. προενεγκεῖν (βλ. και λ. ενεγκείν), πρβλ. κατένεξις].