πολυπλεκής
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
ές, = πολύπλεκτος (tangled, with many convolutions, much-tangled), δεσμοί Nonn. D. 42.452.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
μσν.
πολύ περίπλοκος («πολυπλεκεστέρα μοχθηρία», Μιχ. Ακομ.)
αρχ.
πλεγμένος πολλές φορές («πολυπλεκεῖς δεσμοί», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πλεκής (< πλέκος, τὸ «πλέγμα»), πρβλ. συμπλεκής].