σιδηροβριθής
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
ές, ironloaded, ξύλον E.Fr.531.
German (Pape)
[Seite 879] ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηροβριθής -ές [σίδηρος, βρίθω] met zware ijzeren punt.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροβρῑθής: отягченный железом: σιδηροβριθὲς ξύλον Eur. = λόγχη.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που είναι βαρύς εξαιτίας του σιδήρου που έχει («σιδηροβριθές τ' ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -βριθής (< βρίθος, τὸ < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. χθονοβριθής].
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροβρῑθής: -ές, πεφορτωμένος σίδηρον, σίδηρον ἔχων, ξύλον Εὐρ. Ἀποσπ. 535.