ραβδοδίαιτος
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
Greek Monolingual
-ον, Α
(για τον ζωγράφο Παρράσιο και ως παρωδία του αβροδίαιτος) αυτός ο οποίος ζει με τα έσοδα που του παρέχει το ζωγραφικό ραβδί, δηλαδή η σιδερένια καρφίτσα ή το αιχμηρό σιδερένιο εργαλείο τα οποία χρησιμοποιούσαν στην εγκαυστική ζωγραφική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάβδος + -διαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτοδίαιτος].