τρίστοος
From LSJ
English (LSJ)
ον, possessing a triple colonnade, IGRom.4.662 (Acmonia).
Greek Monolingual
-ον, Α
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει τρεις στοές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στοος (< στοά), πρβλ. τετράστοος].
Full diacritics: τρίστοος | Medium diacritics: τρίστοος | Low diacritics: τρίστοος | Capitals: ΤΡΙΣΤΟΟΣ |
Transliteration A: trístoos | Transliteration B: tristoos | Transliteration C: tristoos | Beta Code: tri/stoos |
ον, possessing a triple colonnade, IGRom.4.662 (Acmonia).
-ον, Α
(για οικοδόμημα) αυτός που έχει τρεις στοές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στοος (< στοά), πρβλ. τετράστοος].