τερατόμορφος
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
ον, of monstrous shape, Cass.Pr.51, Tz.H.8.636.
German (Pape)
[Seite 1093] von wunderbarer od. widernatürlicher Gestalt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν τερατώδη, Κασσ. Προβλ. 51, Τζέτζ. Ἱστ. 9, σ. 153.
Greek Monolingual
-η, -ο / τερατόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα»)
2. μτφ. υπερβολικά άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωόμορφος].