τερατόμορφος

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτόμορφος Medium diacritics: τερατόμορφος Low diacritics: τερατόμορφος Capitals: ΤΕΡΑΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: teratómorphos Transliteration B: teratomorphos Transliteration C: teratomorfos Beta Code: terato/morfos

English (LSJ)

ον, of monstrous shape, Cass.Pr.51, Tz.H.8.636.

German (Pape)

[Seite 1093] von wunderbarer od. widernatürlicher Gestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτόμορφος: -ον, ὁ ἔχων μορφὴν τερατώδη, Κασσ. Προβλ. 51, Τζέτζ. Ἱστ. 9, σ. 153.

Greek Monolingual

-η, -ο / τερατόμορφος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει μορφή τέρατος, τερατώδης (α. «τερατόμορφο πλάσμα» β. «εἰς σωματοειδῆ και τερατόμορφον θεόν», Τζέτζ.)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει διάπλαση τέρατος («τερατόμορφο κύημα»)
2. μτφ. υπερβολικά άσχημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ζωόμορφος].