τοξοδάμας

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοδάμᾱς Medium diacritics: τοξοδάμας Low diacritics: τοξοδάμας Capitals: ΤΟΞΟΔΑΜΑΣ
Transliteration A: toxodámas Transliteration B: toxodamas Transliteration C: toksodamas Beta Code: tocoda/mas

English (LSJ)

αντος, ὁ, = τοξόδαμνος (subduing with the bow), A. Pers. 26, 30, 926 (all anap.).

German (Pape)

[Seite 1128] αντος, ὁ, = Folgdm; τοξοδάμαντές τ' ἠδ' ἱπποβάται, Aesch. Pers. 26, vgl. 30. 890, Bogenschütze.

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ) :
qui dompte l'ennemi avec ses flèches ou son arc ; οἱ τοξοδάμαντες les archers.
Étymologie: τόξον, δαμάω.

Russian (Dvoretsky)

τοξοδάμᾱς: αντος (δᾰ) ὁ усмиряющий (поражающий) стрелами, меткий стрелок Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοδάμᾱς: [δᾰ], αντος, ὁ, ὁ τόξοις δάμνων, δαμάζων, τοξότης, τοξοδάμαντές τ’ ἠδ’ ἱπποβάται Αἰσχύλ. Πέρσ. 26, 30, 926.

Greek Monolingual

-αντος, ὁ, Α
τοξόδαμνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαοδάμας].

Greek Monotonic

τοξοδάμᾱς: [δᾱ], -αντος, ὁ (δαμάω), = το επόμ., σε Αισχύλ.