τοποθετώ
From LSJ
Θυμοῦ κρατῆσαι κἀπιθυμίας καλόν → Res pulchra et iram et cupiditatem vincere → Den Zorn zu bändigen und die Begier ist schön
Greek Monolingual
-έω, ΝΑ
νεοελλ.
1. βάζω σε ορισμένη θέση («τοποθέτησα τη γλάστρα στο μπαλκόνι»)
2. (σχετικά με πρόσ.) διορίζω σε ορισμένη θέση («τον τοποθέτησαν στο Υπουργείο Εξωτερικών»)
3. (σχετικά με κεφάλαιο) κάνω τοποθέτηση
αρχ.
προσδιορίζω τη θέση ενός τόπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -θετῶ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. οριοθετώ].