τριτογενής

From LSJ
Revision as of 11:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

-ές / τριτογενής, -οῦς, ἡ, ΝΑ, θηλ. γεν. και -έος, Α
νεοελλ.
1. ο τρίτος κατά τη σειρά γέννησης ή δημιουργίας του
2. φρ. «τριτογενής περίοδος» ή, απλώς, «το τριτογενές» — διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου δημιουργήθηκαν οι αποθέσεις του ομώνυμου συστήματος και το οποίο αποτελεί τμήμα του καινοζωϊκού αιώνα, την προτελευταία από τις ένδεκα περιόδους, πριν από την τεταρτογενή, στις οποίες υποδιαιρείται η γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας
αρχ.
η Τριτογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. δευτερογενής].

Russian (Dvoretsky)

τρῐτογενής: οῦς ἡ HH, Her., Arph. = Τριτογένεια.