τριτογενής
From LSJ
Greek Monolingual
-ές / τριτογενής, -οῦς, ἡ, ΝΑ, θηλ. γεν. και -έος, Α
νεοελλ.
1. ο τρίτος κατά τη σειρά γέννησης ή δημιουργίας του
2. φρ. «τριτογενής περίοδος» ή, απλώς, «το τριτογενές» — διάστημα του γεωλογικού χρόνου στη διάρκεια του οποίου δημιουργήθηκαν οι αποθέσεις του ομώνυμου συστήματος και το οποίο αποτελεί τμήμα του καινοζωϊκού αιώνα, την προτελευταία από τις ένδεκα περιόδους, πριν από την τεταρτογενή, στις οποίες υποδιαιρείται η γεωλογική ιστορία του πλανήτη μας
αρχ.
η Τριτογένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. δευτερογενής].
Russian (Dvoretsky)
τρῐτογενής: οῦς ἡ HH, Her., Arph. = Τριτογένεια.