ὀρθοχαίτης
From LSJ
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
ου, ὁ, with hair standing on end, Str.15.1.57; gloss on φριξολόφος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 376] ὁ, mit grade emporgesträubten Haaren, Hesych. erkl. ὀρθόλοφος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοχαίτης: -ου, ὁ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ φριξολόφος. Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀρθοχαίτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει υψωμένη τη χαίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. ευρυχαίτης].