μονόχρωμος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρωμος Medium diacritics: μονόχρωμος Low diacritics: μονόχρωμος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΩΜΟΣ
Transliteration A: monóchrōmos Transliteration B: monochrōmos Transliteration C: monochromos Beta Code: mono/xrwmos

English (LSJ)

ον, v.l. for μονόχροος, Arist.GA755a4.

German (Pape)

[Seite 206] = Vorigem, Arist. gen. anim. 5, 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μονόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, μονοχρώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. λευκόχρωμος, πολύχρωμος).

Russian (Dvoretsky)

μονόχρωμος: Arst. = μονόχρως.