θεηδόχος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδουretreat from your anger and allow yourself to change

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεηδόχος Medium diacritics: θεηδόχος Low diacritics: θεηδόχος Capitals: ΘΕΗΔΟΧΟΣ
Transliteration A: theēdóchos Transliteration B: theēdochos Transliteration C: theidochos Beta Code: qehdo/xos

English (LSJ)

ον, poet. for θεοδόχος, Nonn.D. 13.96.

Greek Monolingual

θεηδόχος, -ον (Α)
(ποιητ. τ. αντί θεοδόχος)
1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό
2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την παραλία όπου παρουσιάστηκε ο Χριστός στους μαθητές) «θεηδόχον ᾐόνα», Νόνν.].
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεη- (βλ. θεο-) + -δόχος < δέχομαι, πρβλ. ξενοδόχος, υδροδόχος].