σώτειρα
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
ἡ, fem. of σωτήρ, Pi.O.13.54, Hdt.2.156, E.Med.528, Heracl.588, Pl.Lg.960c. 2 freq. as epithet of protecting goddesses, of Τύχα, Pi.O.12.2 (cf. σωτήρ 1.2); of Θέμις, ib.8.21; of Εὐνομία, ib.9.16; of Athena, Lycurg.17, IG22.676.12; of Artemis, AP 6.267 (Diotim.), IG22.4695; of Hecate, CIG(add.) 3827q (Cotiaeum); of Rhea, ib.4695 (Egypt), etc.; ἡ Σ. abs., of Demeter, Ar.Ra.379 (lyr.), Arist.Rh.1419a3; of Kore, SIG1158.5 (Cyzicus, iii B.C.); of Artemis, IG22.1343.24,40, etc.; of Cleopatra II or III, PTheb.Bank 11.2, OGI739.8 (ii B.C.). II an antidote, Gal. ap. Hsch., Paul. Aeg.3.45, 7.11.23.
German (Pape)
[Seite 1061] ἡ, fem. von σωτήρ, Retterinn, Erhalterinn, häufiges Beiwort schützender Göttinnen, Pind. Θέμις, Ol. 8, 21, Εὐνομία, 9, 15, Τύχα, 12, 2, eben so bei Her. 2, 156; Eur. Med. 528; bes. Hera, die Iuno Sospita der Römer; – τῶτ λεχθέντων, Plat. Legg. XII, 960 c.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
libératrice.
Étymologie: fém. de σωτήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σώτειρα -ας, ἡ [σῴζω] redster, behoedster, beschermster.
Russian (Dvoretsky)
σώτειρα: ας ἡ спасительница, избавительница, хранительница (эпитет Деметры, Артемиды и других богинь) Pind., Arph., Anth.
English (Slater)
σώτειρα f. adj.,
1 saviour
a of goddesses σώτειρα Διὸς ξενίου πάρεδρος ἀσκεῖται Θέμις (O. 8.21) Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία (O. 9.15) παῖ Ζηνὸς ἐλευθερίου σώτειρα Τύχα (O. 12.2)
b c. dat. Μήδειαν ναὶ σώτειραν Ἀργοῖ καὶ προπόλοις (O. 13.54)
Spanish
Greek Monolingual
η, Ν
βλ. σωτήρας.
Greek Monotonic
σώτειρα: ἡ,
1. θηλ. του σωτήρ, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. συχνά ως επίθ. που αποδίδεται σε προστάτιδες θεές (πρβλ. Juno Sospita), σε Πίνδ., Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σώτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ σωτήρ, Ἡρόδ. 2. 156, Πινδ. Ο. 13. 76, Εὐρ. Μήδ. 528. Ἡρακλ. 588, Πλάτ. Νόμ. 960C. 2) συχν. ὡς ἐπίθ. θεῶν προστατίδων (πρβλ. June Suptila), τῆς Τύχης Πινδ. Ο. 12, 3 (πρβλ. σωτὴρ 1. 2)· τῆς Θέμιδος αὐτόθι 8. 28· τῆς Εὐνομίας αὐτόθι 9. 25· τῆς Ἀθηνᾶς Λυκοῦργ. 150. 5· τῆς Ἀρτέμιδος Ἀνθ. Π. 6. 267· τῆς Ἑκάτης Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 3827q τῆς Ρέας αὐτόθι 4695· κτλ.· ἡ Σώτειρα ἀπολ. ἐπὶ τῆς Δήμητρος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 378, Ἀριστ. Ρητ. 3, 18, 1· πλτ. ΙΙ. ἀντίδοτόν τι, Γαλην. παρ’ Ἡσυχ., Παῦλ. Αἰγ. 7, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
Middle Liddell
σώτειρα, ἡ, σωτήρ
1. fem. of σωτήρ, Hdt., Eur., etc.
2. epithet of goddesses (cf. Juno Sospita), Pind., Ar.
English (Woodhouse)
savior, saviour, tutelary protectress
Léxico de magia
ἡ salvadora de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., Μήνη, πύματ', ἠγκαλισμένη ἀκτῖνας, ἡ σ. a ti te suplico, Mene, extrema, que llevas rayos en tus brazos, salvadora P IV 2279