κιστίς
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
English (LSJ)
ίδος (εως Nic.Dam.52 J.), ἡ, Dim. of κίστη, Hp.Mul.1.104, dub. in Hld.4.11; κιστίδος used to balance ἀσπίδος, Ar.Ach.1138.
German (Pape)
[Seite 1443] ίδος, ἡ, dim. von κίστη, mit Anspielung auf κύστις, Ar. Ach. 1138.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κιστίς -ίδος, ἡ, demin. van κίστη, mandje.
Russian (Dvoretsky)
κιστίς: ίδος (ῐδ) ἡ ящичек или корзинка Arph.
Greek Monolingual
κιστίς, -ίδος και κίστεως, ἡ (Α)
μικρό κιβώτιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίστη + υποκορ. κατάλ. -is (πρβλ. θυρίς, πινακίς)].
Greek Monotonic
κιστίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του κίστη, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κιστίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ κίστη, Ἱππ. 635. 52· ἴδε ἐν λέξ. κίστη.