ἀριστόμαντις
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
εως, ὁ, best of prophets, S.Ph.1338.
Spanish (DGE)
-εως, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ιδος IG 9(1).645 (Cefalonia)]
el mejor profeta, Ἕλενος S.Ph.1338, tal vez n. pr. en IG l.c.
German (Pape)
[Seite 352] εως, ὁ, am besten wahrsagend, Soph. Phil. 1322.
French (Bailly abrégé)
εως (ὁ) :
excellent devin.
Étymologie: ἄριστος, μάντις.
Russian (Dvoretsky)
ἀριστόμαντις: εως ὁ превосходный прорицатель Soph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀριστόμαντις: -εως, ὁ, ὁ ἄριστος τῶν μάντεων, Ἕλενος ἀριστόμαντις Σοφ. Φ. 1338 πλ. ἀριστομάντιδες ὡς θηλ. Ἐπιγρ. Κηφ. ἐν τῇ Συλλογ. Ἐπιγρ. 1929.
Greek Monolingual
ἀριστόμαντις, ο, η (Α)
ο άριστος μάντις, ο καλύτερος απ' όλους τους μάντεις.
Greek Monotonic
ἀριστόμαντις: -εως, ὁ, άριστος από τους μάντεις, σε Σοφ.
Middle Liddell
best of prophets, Soph.