φυγαδοθήρας

From LSJ
Revision as of 09:00, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγᾰδοθήρας Medium diacritics: φυγαδοθήρας Low diacritics: φυγαδοθήρας Capitals: ΦΥΓΑΔΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: phygadothḗras Transliteration B: phygadothēras Transliteration C: fygadothiras Beta Code: fugadoqh/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, one who hunts after runaways or exiles, Plb.9.29.3, Plu.Dem.28, Procl. in Cra.p.40P.

German (Pape)

[Seite 1311] ὁ, der auf Flüchtlinge, Verbannte Jagd macht, sie ausspäht; Polyb. 9, 29, 3; Plut. Dem. 28, öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui traque ou poursuit les exilés les fuyards.
Étymologie: φυγάς, θηράω.

Russian (Dvoretsky)

φῠγᾰδοθήρας: ου ὁ занимающийся поимкой изгнанников или беглецов Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ, ὁ θηρεύων ἢ καταδιώκων τοὺς φυγάδας ἢ τοὺς ἐξορίστους, Πολύβ. 9. 29, 3 (ἔνθα ἡ αἰτ. πληθ. πρέπει νὰ γράφηται -θήρας, οὐχὶ -θῆρας). Πλουτ. Δημοσθ. 28, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που καταδιώκει φυγάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγάς, -άδος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ὀρνιθοθήρας].

Greek Monotonic

φῠγᾰδοθήρας: -ου, ὁ (θηράω), αυτός που κυνηγά τους δραπέτες ή τους εξόριστους, σε Πλούτ.