ἀκροχορδών

From LSJ
Revision as of 09:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὰ δὲ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα → and the product of a finite number of things taken in a finite number of ways must always be finite

Source

German (Pape)

[Seite 85] όνος, ἡ (στενην ἔχει βάσιν ὡς δοκεῖν ἐκκεκρεμάσθαι ἄκρῳ χορδῆς ὡμοιωμένη, Paul. Aeg.), Warze mit dünnem Stiele, Plut. Fab. 1, u. sonst; Medic.

French (Bailly abrégé)

όνος (τό) :
verrue avec une petite queue mince.
Étymologie: ἄκρος, χορδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροχορδών -όνος, ἡ ἄκρος, χορδή wrat.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροχορδών: όνος ὁ бородавка с тонкой ножкой Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροχορδών: -όνος, ἡ, (χορδή) σάρκωμα ἔχον λεπτὸν λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.

Spanish (DGE)

-όνος, ἡ
verruga de pedúnculo delgado Hp.Aph.3.26, Plu.Fab.1, Dsc.2.64, Crit.Hist. en Gal.12.449, Gal.12.142, Iul.Mis.339c, Gr.Nyss.Eun.2.571, Paul.Aeg.4.15, Cyran.1.16.12.

Greek Monotonic

ἀκροχορδών: γεν. -όνος, ἡ (χορδή), σάρκωμα με λεπτό λαιμό, κρεατοελιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

χορδή
a wart with a thin neck, Plut.