παίξιμο
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
Greek Monolingual
το
1. το να παίζει κανείς
2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια
3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού
4. παράσταση έργου από θίασο
5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό
6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα
7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο του ματιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιξ- του παίζω (πρβλ. παιξοῦμαι, ἔπαιξα) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].