παίξιμο

From LSJ
Revision as of 15:50, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.

Source

Greek Monolingual

το
1. το να παίζει κανείς
2. ενασχόληση με τυχερά παιχνίδια
3. η εκτέλεση μουσικού κομματιού
4. παράσταση έργου από θίασο
5. ερμηνεία ρόλου από ηθοποιό
6. ενασχόληση με ομαδικό άθλημα
7. ελαφριά κίνηση («το παίξιμο του ματιού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παιξ- του παίζω (πρβλ. παιξοῦμαι, ἔπαιξα) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. πρήξιμο)].