ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
Full diacritics: περιᾰλῐφή | Medium diacritics: περιαλιφή | Low diacritics: περιαλιφή | Capitals: ΠΕΡΙΑΛΙΦΗ |
Transliteration A: perialiphḗ | Transliteration B: perialiphē | Transliteration C: perialifi | Beta Code: perialifh/ |
ἡ, whitewashing, IG22.1672.61.
ἡ, Α
επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. ἀ-λιφ-ή, παρλλ. του ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα της ρίζας του ἀλείφω, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. καταλιφή)].