πεντάρι

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

το
1. νόμισμα αξίας πέντε λεπτών της δραχμής, τάλιρο
2. σύνολο πέντε χαρτονομισμάτων της ίδιας αξίας και, γενικά, ποσότητα πέντε ομοειδών πραγμάτων, πεντάδα
3. το αριθμητικό ψηφίο πέντε
4. παιγνιόχαρτο που έχει πέντε ομοιόχρωμα σήματα
5. διαμέρισμα πέντε δωματίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε + κατάλ. -άρι (πρβλ. δεκάρι)].