πλυντήρ

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555

Greek (Liddell-Scott)

πλυντήρ: ῆρος, ὁ, (πλύνω) σκεῦος χρησιμεῦον πρὸς πλύσιν, πρβλ. πλυνός, μεταγεν.

Greek Monolingual

και πλυτήρ -ῆρος, ὁ, Α
σκεύος, δοχείο χρησιμοποιούμενο στο πλύσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω + επίθημα -τήρ (πρβλ. υγραντήρ)].