πλεκτήριο

From LSJ
Revision as of 15:55, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατοςthere is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source

Greek Monolingual

και πλεχτήριο, το, Ν
1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές
2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -τήριο (πρβλ. πλυντήριο). Η λ. πλεκτήριον μαρτυρείται από το 1891 σε επιγραφή εργαστηρίου τών Αθηνών].