πλεκτήριο
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
και πλεχτήριο, το, Ν
1. χώρος στον οποίο είναι εγκατεστημένες πλεκτικές μηχανές
2. εργαστήριο πλεκτικής ή τμήμα κλωστοϋφαντουργικής βιομηχανίας όπου κατασκευάζονται πλεκτά ενδύματα με τη χρήση πλεκτικών μηχανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επίθημα -τήριο (πρβλ. πλυντήριο). Η λ. πλεκτήριον μαρτυρείται από το 1891 σε επιγραφή εργαστηρίου τών Αθηνών].