πολεμήτωρ
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, warlike, Antioch. in Cat.Cod.Astr.1.111, v.l. in Opp.C.3.205.
German (Pape)
[Seite 653] ορος, poet., kriegerisch, Opp. Cyn. 3, 204 u. einzeln bei a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, πολεμικός, φιλοπόλεμος, Ὀππ. Κυν. 3. 204, ἐξ εἰκασίας τοῦ Ἑρμάνν.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(για τον διάβολο) πολέμιος, εχθρός
αρχ.
φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. οικήτωρ)].