ποδιαίος

From LSJ
Revision as of 16:10, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

-α, -ο / ποδιαῖος, -αία, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει μήκος ενός ποδιού (α. «φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, πεπίστευται δ' εἶναι μείζων τῆς οἰκουμένης», Αριστοτ.
β. «ποδιαῖον τόπον», Λουκιαν.
γ. «πλάτος δίποδες, πάχος ποδιαῖος», επιγρ.
δ. «ποδιαίου μέτρου», Γεωπ.)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πόδι («ποδιαίο οίδημα»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ποδιαία
πλευρά με μήκος ενός ποδιού, που λαμβάνεται ως μονάδα μήκους
2. φρ. «ποδιαῖον ποιοῦμαι» — ποδώ, δένω το ιστίο από τον πόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ιαίος (πρβλ. πλεθριαίος)].