σταδιεύς

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰδιεύς Medium diacritics: σταδιεύς Low diacritics: σταδιεύς Capitals: ΣΤΑΔΙΕΥΣ
Transliteration A: stadieús Transliteration B: stadieus Transliteration C: stadieys Beta Code: stadieu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,= σταδιοδρόμος, Plb.16.28.9, 38.14.1, AP9.557 (Antip.); παῖς σ., in the title of Pi.O.14, cf. Sch.Id.N.8.

German (Pape)

[Seite 926] ὁ, wie σταδιοδρόμος, der im Stadion Wettlaufende, auch ἵππος, das Rennpferd, in der Überschrift von Pind. Ol. 13. 14 P. 11 N. 8; Pol. 40, 1, 1; Lucill. 44 (XI, 163) u. sonst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταδιεύς -έως, ὁ [στάδιον] hardloper over de afstand van één στάδιον: stadionrenner.

Russian (Dvoretsky)

στᾰδιεύς: έως ὁ участник состязания в беге, бегун Pind., Polyb., Anth.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
σταδιοδρόμος («παίδὶ σταδιεῖ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάδιον + επίθημα -εύς (πρβλ. ιππεύς)].

Greek Monotonic

στᾰδιεύς: -έως, ὁ, = σταδιοδρόμος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰδιεύς: έως, ὁ, = σταδιοδρόμος, Πολύβ. 40. 1, 1, Ἀνθ. Π. 9. 557˙ παῖς στ., ἐν τῇ ἐπιγραφ. τοῦ Πινδ. ἐν Ο. 14, πρβλ. Ν. 8.

Middle Liddell

στᾰδιεύς, έως, ὁ, = σταδιοδρόμος, Anth.]