στρώσιμο

From LSJ
Revision as of 16:25, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. η ενέργεια και κυρίως το αποτέλεσμα του στρώνω, η στρώση
2. μτφ. αυθαίρετη εγκατάσταση και διαμονή κάποιου σε έναν χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρωσ- του αορ. έ-στρωσ-α του στρώνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].