Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιδήσιος

From LSJ
Revision as of 16:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φίδι
2. μτφ. α) λεπτός και ευλύγιστος σαν φίδι («φιδήσιο κορμί»)
β) ελικοειδήςφιδήσιος δρόμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φίδι + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. αλογήσιος)].