φιλόχρονος

From LSJ
Revision as of 16:45, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source

German (Pape)

[Seite 1288] Zeit liebend, suchend, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόχρονος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν χρόνον, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν περὶ τῆς κατὰ χρόνον γεννήσεως τοῦ υἱοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 80Β.

Greek Monolingual

-ον, Α
(σχετικά με την αίρεση τών Αρειανών για την χρονολογία γέννησης του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, δηλαδή τον Υιό) αυτός που του αρέσει να καθορίζει τον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρόνος (πρβλ. μακρόχρονος)].