φιλόχρονος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1288] Zeit liebend, suchend, Greg. Naz.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόχρονος: -ον, ὁ φιλῶν τὸν χρόνον, ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὴν τῶν Ἀρειανῶν αἵρεσιν περὶ τῆς κατὰ χρόνον γεννήσεως τοῦ υἱοῦ, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ, 80Β.
Greek Monolingual
-ον, Α
(σχετικά με την αίρεση τών Αρειανών για την χρονολογία γέννησης του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, δηλαδή τον Υιό) αυτός που του αρέσει να καθορίζει τον χρόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + χρόνος (πρβλ. μακρόχρονος)].